- καὐτό
- αὐτό , αὐτόςselfneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθέρμιστος — η, ο [θερμίζω] 1. λέγεται για το λάδι όταν αυτό προέρχεται από ελιές που δεν περιχύθηκαν με καυτό νερό πριν πιεστούν 2. (για βούτυρο κ.λπ.) αυτός που δεν θερμάνθηκε, δεν ζεματίστηκε για να απαλλαγεί από τις ξένες ουσίες που περιέχει 3. (για… … Dictionary of Greek
στίγμα — Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου. Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
αζεμάτιστος — η, ο [ζεματίζω] 1. (κυρίως για φαγητά) αυτός που δεν ζεματίστηκε, δεν περιχύθηκε με καυτό νερό, λάδι ή βούτυρο 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε βαριά ποινή, πρόστιμο, φορολογία ή εισφορά («κανείς δεν έμεινε αζεμάτιστος από τον έρανο») … Dictionary of Greek
ακαυτηρίαστος — η, ο (Α ἀκαυτηρίαστος, ον) [καυτηριάζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί «πληγή ακαυτηρίαστη» 2. μτφ. όποιος δεν έχει επικριθεί με αυστηρότητα, δεν έχει στηλιτευθεί αρχ. εκείνος που δεν έχει καυτηριαστεί, που δεν έχουν αποτυπωθεί στο… … Dictionary of Greek
αστροβολησία — ἀστροβολησία, η (Α) [αστροβόλητος] το να μαραίνονται τα φυτά από τον πολύ καυτό ήλιο … Dictionary of Greek
αστρόβλητος — ἀστρόβλητος, ον (Α)·αυτός που έχει καεί ή έχει μαραθεί από τον καυτό ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βλητος < (θ.) βλη , βάλλω] … Dictionary of Greek
ζέμα — ζέμα, τὀ (AM, Α και ζέμμα, Μ και ζέμαν) [ζέω] αφέψημα, ρόφημα μσν. ζεστό, καυτό νερό αρχ. 1. ζύμωση 2. μτφ. ασέλγεια, ακολασία 3. βράσιμο … Dictionary of Greek